- πολυύμνητος
- πολῠύμνητος1 much celebrated in song
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολυύμνητος — much famed in song masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύμνητος — η, ο / πολυύμνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὑμνητός (< ὑμνῶ)] … Dictionary of Greek
πολυύμνητος — η, ο αυτός που υμνήθηκε πολύ, ονομαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυύμνητον — πολυύμνητος much famed in song masc/fem acc sg πολυύμνητος much famed in song neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτοιο — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτου — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτους — πολυύμνητος much famed in song masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτων — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυμνήτῳ — πολυύμνητος much famed in song masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύμνητα — πολυύμνητος much famed in song neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύμνητε — πολυύμνητος much famed in song masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)